- ερωτόπλαστος
- η , ο созданный для любви, милый, пре лестный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερωτόπλαστος — η, ο αυτός που είναι δημιούργημα τού έρωτα, ο χαριτωμένος («όλα τα ερωτόπλαστα καθώς εσύ βλαστάρια», Παλαμ.) … Dictionary of Greek